ευχετήριος

ευχετήριος
ος , ον см. ευχητήριος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ευχετήριος" в других словарях:

  • ευχετήριος — α, ο [εύχομαι] 1. ευχητήριος, ευχετικός, αυτός που αναφέρεται στην ευχή, με τον οποίο εκφράζεται ευχή 2. το ουδ. ως ουσ. το ευχετήριο γραπτή έκφραση ευχής …   Dictionary of Greek

  • ευχετήριος — α, ο 1. αυτός που εκφράζει ευχές: Ευχετήριο τηλεγράφημα. 2. το ουδ. ως ουσ., ευχετήριο έντυπο ή γράμμα ευχετικό: Πήρα ευχετήριο από το φίλο μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… …   Dictionary of Greek

  • εορταστικός — και γιορταστικός, ή, ό (AM εορταστικός, ή, όν) [εορτάζω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε γιορτή νεοελλ. 1. ευχετήριος στη γιορτή κάποιου 2. το ουδ. ως ουσ. το εορταστικό εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει τις ακολουθίες τών μεγάλων εορτών …   Dictionary of Greek

  • ευχετικός — ή, ό και ευχητικός, ή, ό [ευχέτης] 1. αυτός που αναφέρεται στην ευχή, που περιέχει ή εκφράζει ευχή, ευχετήριος («ευχετική επιστολή») 2. αυτός που λέγεται για ευχή, ικεσία, παράκληση 3. το ουδ. ως ουσ. το ευχετικό το ευχετήριο, γραπτή έκφραση… …   Dictionary of Greek

  • ευχητήριος — α, ο [εύχομαι] 1. ευχετήριος 2. το ουδ. ως ουσ. το ευχητήριο το ευχετήριο, η γραπτή έκφραση ευχής …   Dictionary of Greek

  • πολυχρόνιος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ιερέας που καταγόταν από τη Γαμφανήτιδα της Μικράς Ασίας. Τον δολοφόνησαν οι Αρειανοί. Η μνήμη του τιμάται στις 7 Οκτωβρίου. 2. Μαθητής του αγίου Ζεβινά, μαζί με τους Δαμανό και Μωυσή. Η μνήμη του… …   Dictionary of Greek

  • εορταστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται σε εορτή ή εορτασμό, που γίνεται για εορτασμό ή που συμβαίνει σε εορτασμό, πανηγυρικός, πανηγυριώτικος: Εορταστική ατμόσφαιρα. 2. ο ευχετήριος για τη γιορτή κάποιου: Εορταστικό τηλεγράφημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ευχετικός — ή, ό βλ. ευχετήριος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»